παραποιεῖ

παραποιεῖ
παραποιέω
make falsely
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
παραποιέω
make falsely
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
παραποιέω
make falsely
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
παραποιέω
make falsely
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

  • νοθευτής — ο (Α νοθευτής) [νοθεύω] αυτός που νοθεύει, που παραποιεί …   Dictionary of Greek

  • παραποιητής — ο αυτός που παραποιεί κάτι, διαστρεβλωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γ. Πασλιώτη] …   Dictionary of Greek

  • παραχαράκτης — ο, ΝΜΑ, παραχαρακτής Α [παραχαράσσω] ο κατασκευαστής κίβδηλων νομισμάτων, ο κιβδηλοποιός νεοελλ. μσν. συνεκδ. αυτός που αλλοιώνει, που διαστρέφει, που παραποιεί, ο διαστροφέας («παραχαράκται τῆς ἀληθείας», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιστής — ο, θηλ. στραγγαλίστρια, Ν 1. αυτός που θανατώνει κάποιον με στραγγαλισμό 2. φρ. «στραγγαλιστής τής αλήθειας» αυτός που διαστρεβλώνει, που παραποιεί την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγαλίζω. Η λ. στραγγαλιστής μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • ψευδογράφος — ον, ΜΑ αυτός που γράφει ψεύδη, που συνειδητά παραποιεί την αλήθεια αρχ. αυτός που σχεδιάζει εσφαλμένα γεωμετρικά σχήματα ή που κάνει εσφαλμένους γεωμετρικούς υπολογισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • ψευδολόγος — ο, ΝΜΑ, και ψευδηλόγος Α αυτός που λέει ψέματα, που συνειδητά παραποιεί την αλήθεια, ψεύτης. επίρρ... ψευδολόγως, Μ με ψέματα, με ψευτιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • Ερμονιακός, Κωνσταντίνος — (14ος αι.). Λόγιος. ‘Εζησε στο δεσποτάτο της Ηπείρου, στην αυλή του Ιωάννη Άγγελου (1237 44). Έγραψε διασκευή της Ιλιάδας σε γλώσσα μάλλον αρχαΐζουσα. Το έργο του έχει 8.779 ανομοιοκατάληκτους στίχους και χωρίζεται σε 24 ραψωδίες και 142 κεφάλαια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”